Ο Ιουλιανός και οι ... Βίοι Αγίων
Μια που έγινε πολύς λόγος σε προηγούμενη ανάρτηση, σχετική με τον Ιουλιανό, αντιγράφω από το ιστολόγιο AFAIA αποσπάσματα απ' το βιβλίο "Βίοι Αγίων Πρότυπα προς Αποφυγήν", τα οποία δίνουν μια εικόνα για το μίσος των χριστιανών "πατέρων" απέναντι στον φιλόσοφο και αυτοκράτορα Ιουλιανό:Είναι προσβολή για τα «γράμματα» στην Ελλάδα που υπήρξε γενέτειρα τόσων φιλοσόφων και επιστημόνων, να έχουν προστάτες τους τρεις χριστιανούς «ποιμένες» που μισούσαν την Ελληνική παιδεία. Μας λένε πως οι άνθρωποι αυτοί σπούδασαν στην Αθήνα και ως εκ τούτου είναι κάτοχοι της Ελληνικής Παιδείας.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν αγάπησαν τα Ελληνικά γράμματα· τα διδάχθηκαν με σκοπούς αλλότριους. Τριγύριζαν στην Αθήνα βράζοντας από μίσος, κατασκοπεύοντας τους «Ελληνίζοντες», όπως αποδεικνύει μια φράση του Γρηγορίου που του «ξεφεύγει» μέσα στην φλυαρία του:
«Εγώ όμως τα έβλεπα και από μακρυά τρόπον τινά, από τότε που ήμουν μαζί του εις τας Αθήνας» (Λόγος Β, 23).
Επιχειρώντας να αγγίξει τον κολοφώνα της διαβολής κάνει λόγο για τον ποταμό της Συρίας Ορόντη που συγκάλυπτε τους νεκρούς που σκότωνε ο στυγερός Ιουλιανός: «όχι μόνον τα παιδιά και τας παρθένους που ετεμαχίζοντο χάριν ψυχαγωγίας και μαντείας και θυσιών ασυνήθων» (Λόγος Α, 92).
Ωστόσο ο άοκνος υπηρέτης του Χριστού φοβάται μήπως υπάρξουν κάποιοι που θα αμφισβητήσουν τα λεγόμενά του, αφού γι’ αυτά δεν παρουσιάζει την παραμικρή απόδειξη και φροντίζει να καλύψει τα νώτα του όπως όπως, παρουσιάζοντας τους φόνους που έκανε ο Ιουλιανός, ως ένα μυστικό που λίγοι το γνώριζαν, κι ανάμεσα σ’ αυτούς τους λίγους και ο ίδιος, αφού ο μισητός αυτοκράτορας φρόντιζε να φονεύει «αφανώς».
Ο Ιουλιανός ξεπέρασε όλους τους άλλους στην στυγερότητα των εγκλημάτων του, αλλά τα διέπραττε τόσο προσεκτικά ώστε δεν υπάρχει ούτε μια απόδειξη γι’ αυτά.
Παρουσιάζει τις συκοφαντίες και τα ψέματά του ως φήμες που βασίζονται σε γεγονότα «... λέγεται ότι οδήγησαν εις το μέσον παρθένους αγνάς και ουρανίας, αθίκτους σχεδόν και από τα μάτια των αρρένων και αφού τας απεγύμνωσαν από την εσθήτα των δια να τας εξευτελίσουν προηγουμένως με την θέαν, έπειτα τας έσχισαν και τας εχώρισαν εις δύο (ω πως να υποφέρω, Χριστέ, την μακροθυμίαν που έδειξες τότε!), άλλοι μεν και με τα ίδια τους τα δόντια έφαγαν και εχόρτασαν με τα ωμά σπλάχνα κατά τρόπον αντάξιον προς την μανίαν των ... άλλοι δε, ενώ ακόμη τα σπλάχνα εσπαρταρούσαν, αφού τα ανέμιξαν με τροφήν προωρισμένην δια χοίρους, εξαπέλυσαν τους πλέον ορμητικούς από τους χοίρους ... τροφήν ανάμικτον η οποία δια πρώτην και τότε φοράν εβλέπετο και ηκούετο, την οποίαν μόνον εις τους δαίμονάς του ήτο ικανός να προσφέρη ως τροφήν ο δημιουργός αυτών ... (Λόγος Α, 87).
Δεν μπορούμε να διανοηθούμε πόσο τον μισεί:
«... Διότι δεν υπήρξε φύσις περισσότερον επινοητική από εκείνην (εννοεί τον Ιουλιανό) εις εφεύρεσιν κακών και επινόησιν» (Λόγος Β, 3). «Όταν όμως η ασυγκράτητος οργή του υπερεξεχείλιζε, δεν ημπορούσε να κρύψη την κακοήθειά του και εκίνει απροκάλυπτον διωγμόν εναντίον της θείας και ευσεβούς παρατάξεώς μας» (Λόγος Α, 85). Όταν έφυγε για την Περσία πήρε μαζί του «δύο ειδών στρατόν, έναν από οπλίτας και άλλον από δαίμονας οι οποίοι τον ωδηγούσαν, εις τον οποίον και είχε περισσοτέραν εμπιστοσύνην» (Λόγος Β, 8).
Φθάνει ακόμη στο σημείο να τον δυσφημίσει ότι μεθόδευε την μετά θάνατον θεοποίησή του με την εξαφάνιση του σώματός του. Φαίνεται να ξέρει κάτι παραπάνω, αφού ο δικός του «Σωτήρας» αυτήν την μέθοδο ακολούθησε και θεοποιήθηκε:
«Γνωρίζων δε πολλούς από τους προ αυτού που εδοξάσθησαν νομισθέντες ως υπεράνθρωποι επειδή εξηφανίσθησαν με κάποιο τέχνασμα από τους ανθρώπους και εξ αιτίας τούτου εμπιστεύθησαν ως θεοί, κυριευθείς από έρωτα δια την ιδίαν δόξαν, αλλά και εν ταυτώ αισχυνόμενος δια τον τρόπον του θανάτου του, που ήτο άδοξος εξ αιτίας της αναποφασιστικότητάς του, τι μηχανεύεται και τι κάμνει; (Διότι η πονηριά δεν χάνεται ούτε μαζί με την ζωήν)· αποπειράται να ρίψη το σώμα του εις τον ποταμόν, χρησιμοποιών προς τούτο και μερικούς από τους εμπίστους του συνεργάτας και μύστας των απορρήτων. Και εάν μεν κάποιος από τους βασιλικούς ευνούχους, ο οποίος αντελήφθη το πράγμα και το εφανέρωσεν εις τους άλλους, δεν παρεμπόδιζεν από μίσος την διάπραξιν του κακουργήματος, θα εγίνετο και άλλος ένας νέος θεός δια τους ανοήτους από ατύχημα» (Λόγος Β, 14).
Σε κάποιο σημείο περιγράφει την εξωτερική εμφάνιση του Ιουλιανού, αδυνατώντας να συγκρατήσει τη μοχθηρία του:
«Διότι δεν μου φαινόταν ότι είναι σημείον καλόν ο πλαδαρός αυχένας του, οι παλλόμενοι και ανασηκωνόμενοι ώμοι του, οι διαρκώς κινούμενοι και περιστρεφόμενοι οφθαλμοί του που έβλεπαν με μανίαν ... η καταγέλαστος έκφρασις του προσώπου του ... οι ασυγκράτητοι και ορμητικοί γέλωτές του ... αι άτακται και ανόητοι ερωτήσεις του (Λόγος Β, 23).
Ο Κ. Θ. Δημαράς (συγγραφεύς) που επιμελείται του άρθρου για τον Ιουλιανό στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (τόμος ΙΓ, σελ. 107) με όλη την σοβαρότητα που διέπει την κατά τα άλλα έγκριτη εγκυκλοπαίδεια, μεταφέρει την περιγραφή αυτή του Γρηγορίου για την εξωτερική εμφάνιση του Ιουλιανού μολονότι αντιλαμβάνεται την αλήθεια και την χαρακτηρίζει «ολίγον εμπαθή».
Ωστόσο η παράθεση αυτή εξακολουθεί να είναι απαράδεκτη.
Το συναξάρι μάλιστα του αγίου ιερομάρτυρος Δωροθέου (5 Ιουνίου) που, ας σημειωθεί, ότι «ήξευρε πάσαν ιστορίαν της Παλαιάς και Νέας Γραφής» (κι οι γιαγιάδες ξέρουν ένα σωρό παραμύθια αλλά δεν τις κάναμε αγίους), αναφέρει: «επειδή δε ο δυσσεβής Ιουλιανός δεν εφόνευε φανερά τους Χριστιανούς, αλλά κρυφίως».
Μια σημείωση στο Συναξάρι (τόμος Α, σελ. 336) των μαρτύρων Ιουβεντίνου και Μαξίμου (12 Οκτωβρίου) μας πληροφορεί ότι ο Ιωάννης ο επονομαζόμενος Χρυσόστομος πλέκει το εγκώμιο των δύο προαναφερθέντων μαρτύρων και μας μεταφέρει την ιστορικής σημασίας πληροφορία, ότι ο Ιουλιανός «εις τας αρχάς δεν ήθελε να κηρύξη φανερόν διωγμόν κατά των χριστιανών, φθονών ο αλιτήριος ώστε οι χριστιανοί οι πιστεύοντες και ομολογούντες τον Χριστόν να μην λάβωσι του μαρτυρίου τον στέφανον».
Από που να τους πιάσεις κανείς; Αν κηρύξει διωγμό είναι αλιτήριος γιατί διώκει τους ομολογούντες τον Χριστόν, αν δεν κηρύξει διωγμό το κάνει επίτηδες για να στερήσει τον στέφανον του μαρτυρίου. Καλά αυτοί δεν παίζονται με τίποτα!
Είναι πασιφανές ότι οι αναφορές αυτές μέσα στα ίδια τα χριστιανικά κείμενα αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην ιστορική αλήθεια –που είναι το γεγονός πως ο Ιουλιανός δεν δίωξε κανέναν– και στην ανάγκη τους να βεβηλώσουν τη μνήμη του πάση θυσία, ακόμη και με την κατηγορία ότι τους «στέρησε την χαρά του μαρτυρίου» κατά τα λεγόμενα του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (Invective Versus Julianus, I 58-61).
Τα συναξάρια, εκτός των άλλων, περιλαμβάνουν και ένα ατελείωτο υβρεολόγιο εναντίον του Ιουλιανού και η μοχθηρία των «ελεημόνων και μακρόθυμων ασκητών» είναι τέτοια ώστε θυσιάζεται για χάρη της κάθε σοβαρότητα και αληθοφάνεια των κειμένων. Για παράδειγμα:
Ο Ιουλιανός έχυσε μολύβι μέσα στο στόμα του ιερομάρτυρος Κυριακού (28 Οκτωβρίου), του έκοψε το δεξί χέρι, μετά τον έβαλε πάνω σ’ ένα χάλκινο και πυρωμένο κρεββάτι και στη συνέχεια τον βούτηξε μέσα σ’ ένα λέβητα γεμάτο από λάδι βρασμένο και ταυτοχρόνως τον χτύπησε με ακόντιο και έτσι έλαβε τον στέφανο της αθλήσεως.
Επίσης ταυτοχρόνως βασάνιζε και την μητέρα του Κυριακού που την είχε κρεμασμένη από τις τρίχες της κεφαλής της και (για ακόμη μια φορά) ταυτοχρόνως την έκαιγε με αναμμένες λαμπάδες.
Βουνό εγείρονται τα ερωτηματικά τα σχετικά με την υπόθεση αυτή, θα περιοριστούμε ωστόσο σε ένα βασικό: Πως ο ιερομάρτυς συνεχίζει να αναπνέει με το λιωμένο μολύβι στο στόμα του;
Ας προχωρήσουμε όμως γιατί τα εγκλήματα του ανθρώπου αυτού είναι πολλά:
Αφού έδειρε με «βούνευρα ωμά» και κατέσχισε την ράχη με τριβόλια κοπτερά και με αγκίδες σιδηρές εκάρφωσε τα πλευρά και τα βλέφαρα του αγίου μεγαλόμαρτυρος Αρτεμίου (20 Οκτωβρίου), κατόπιν έσχισε στα δύο μια «πλάκα μεγαλωτάτη» και έβαλε ανάμεσά της τον άγιο. Και από το υπερβολικό βάρος της πέτρας, τόσο εσφίχθη το σώμα του ώστε πετάχθηκαν έξω τα μάτια του. Κατόπιν του πέταξε έξω και τα εντόσθια και κάθε μέλος του συνέτριψε και τέλος τον αποκεφάλισε.
Κατ’ αρχήν, για να σχίσει κανείς στα δύο μια «πλάκα μεγαλωτάτη» χρειάζεται να βάλει ολόκληρο συνεργείο που θα ιδρωκοπήσει. Και για ποιό λόγο; Για να βάλει ανάμεσα έναν κάποιο Αρτέμιο;
Επιπροσθέτως, αν διαβάσουμε προσεκτικά τα συναξάρια των αγίων που «βασανίζει» ο Ιουλιανός, θα παρατηρήσουμε μια ροπή του Αυτοκράτορος στην γαστριμαργία. Αφήστε που αρέσκεται να «μαγειρεύει» τους μάρτυρες ποικιλοτρόπως. Αυτός, για παράδειγμα, είναι ένας άγιος «σάντουιτς», ενώ τον προηγούμενο τον είχε τηγανίσει σε πολύ λάδι, σαν τους λουκουμάδες, και τον γύρισε με το ακόντιο για να ροδίσει. Όσο για την μητέρα του, την έψησε σε σιγανή φωτιά! Ακολούθως, αφού ρώτησε τον άγιο ιερομάρτυρα Βασίλειο (22 Μαρτίου) αν αρνείται τον Χριστό και πήρε αρνητική απάντηση, τον κρέμασε πάνω σε ξύλο και του ξέσκισε τα πλευρά και τον έριξε στη φυλακή. Έπειτα τον αποφυλάκισε και πάλι τον ξέσκισε δυνατά και τον έδεσε με σιδηρές αλυσίδες και τον έριξε ξανά στη φυλακή. Κατόπιν τον βασάνισε κάποιος κόμης Φλαβέντιος, ο οποίος «εξέβαλε πολλά λωρία και από τα έμπροσθεν μέρη του σώματος του αγίου και από τα όπισθεν τα οποία εκρέμοντο εις τους ώμους». Τότε ο «γενναίος αδάμας» άρπαξε ένα λωρίο και αφού το έσπασε από το σώμα του το έριξε στο πρόσωπο του Ιουλιανού. Τότε ο τύραννος κατέκαυσε με πυρωμένες σούβλες τον μάρτυρα και του τρύπησε μ’ αυτές την κοιλιά και τη ράχη.
Τι σας έλεγα; Νομίζατε ότι υπερβάλλω; Να ένας άγιος «σουβλάκι».
Αποκεφάλισε τον μάρτυρα Πορφύριο (15 Σεπτεμβρίου) τον πρώην μίμο διότι «όταν εόρταζε τα μιαρά και ανόσια γενέθλιά του» ενώ τον διέταξε να μιμηθεί και να περιπαίξει τα μυστήρια των χριστιανών εκείνος αρνήθηκε επειδή ήταν χριστιανός.
Καλά του έκανε· αφού του χάλασε τα γενέθλια!
Βασάνισε την οσία Ποπλία (9 Οκτωβρίου) τόσο ώστε «η γη εκοκκίνησεν από το αίμα της» επειδή την άκουσε να ψάλλει τον Δαβιδικό ύμνο «Τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον έργα χειρών ανθρώπων». Δεν την θανάτωσε αλλά την εφύλαξε για να την θανατώσει όταν θα γύριζε από την Περσία αλλά δεν γύρισε ποτέ.
Δεν παίζω! Αυτό είναι ζαβολιά! Δεν μπορείς εσύ κυρία μου, μ’ έναν απλό βασανισμό να παίρνεις ολόκληρο «στέφανο του μαρτυρίου» και να εξισώνεσαι με τον προηγούμενο κύριο που του βγάλανε λουριά από το σώμα του! Μην τα ισοπεδώνουμε όλα!
Ο Ιουλιανός βασάνισε τον άγιο μάρτυρα Αντώνιο (7 Νοεμβρίου) επειδή αυτός «έπτυσε εις το πρόσωπό του».
Για σταθείτε βρε παιδιά! Ολόκληρο αυτοκράτορα έφτυσε στο πρόσωπο! Εδώ ένα γιαούρτι πετάς και σε κλείνουν μέσα – κι έχουμε και δημοκρατία.
Κατόπιν του τρύπησε με περόνη τους αστραγάλους και του κρέμασε πέτρες βαριές και τον κάθισε σ’ έναν θρόνο σιδερένιο και πυρωμένο (ξέρεις πόσα ξύλα πρέπει να κάψεις για να πυρώσει όλο αυτό το πράγμα; βουνό ολόκληρο) και μετά του ξύρισε την κεφαλή και του κρέμασε μια πέτρα στο λαιμό και τον γύριζε στην πόλη «προς όνειδος και εντροπήν» και μετά τον έστειλε στον Δούκα Αγριππίνο, για να του κάνει κι εκείνος τα μύρια όσα και να τον αποκεφαλίσει μαζί με άλλους 40, που κανείς δεν ξέρει πως και πότε, κατάφερε να προσηλυτίσει.
Κατέκαυσε τον άγιο Γέμελλο (10 Δεκεμβρίου), βάζοντάς τον μέσα σ’ ένα τηγάνι πυρωμένο (κι άλλος άγιος τηγανητός) έλαιο, ρητίνη και «οξύγγιον» κι από πάνω τον έδερνε με «ραβδία σιδηρά τα οποία είχον αγκίδας» κατόπιν πρόσταξε να μπήξουν «καρφιά στην κεφαλή του μάρτυρος έως ου να φθάσωσι μέσα εις τον εγκέφαλον». Έπειτα τον κρέμασε και τον έγδαρε σαν πρόβατο με μαχαίρια από τα πόδια έως τους ώμους.
Στο σημείο αυτό και ενώ ο «Χριστού αθλητής» είναι γδαρμένος, τρυπημένος και τηγανισμένος ο Συναξαριστής «θυμάται» εντελώς ξαφνικά πως ο περί ου ο λόγος άγιος δεν είναι βαπτισμένος. «Κατ’ οικονομίαν δε Θεού, απαντήσας ο άγιος έναν ιερέα εβαπτίσθη από αυτόν, διότι ακόμη ήτο αβάπτιστος. Αφού δε εβαπτίσθη εξήλθεν από την ιεράν κολυμβήθραν όλος υγιής, χωρίς να έχη εις το σώμα καμμίαν πληγήν η σημείον πληγής».
Τότε ήκουσεν ουρανόθεν θείαν φωνήν λέγουσα εις αυτόν: “Μακάριος είσαι Γέμελλε, διότι πολλά εκοπίασες”». Αυτά όταν τα έμαθε ο «Παραβάτης» κρέμασε τον άγιο σ’ ένα σταυρό και κάρφωσε με καρφιά τα χέρια και τα πόδια του κι έτσι παρέδωκεν ο «τρισόλβιος» το πνεύμα του «εις χείρας Κυρίου».
Τώρα είναι λίγο παράλογο εκεί που σε τηγανίζουν να απαντήσεις έναν ιερέα που να σε βαπτίσει και να εξέλθεις από την κολυμπήθρα «όλος υγιής», αλλά οι «οικονομολόγοι» του Θεού, ξέρουν και τα βολεύουν όλα.
Ο Ιουλιανός κόβει τη γλώσσα του αγίου Κόπρι (όνομα κι αυτό!) (17 Δεκεμβρίου) και τον βάζει πάνω σε μια σχάρα πυρωμένη μαζί με τον άγιο Πατερμούθιο «αλλά υπό θείας χάριτος έμειναν και οι δύο αβλαβείς». Κατόπιν τους έριξαν σε μια αναμμένη κάμινο και επειδή πάλιν «εξήλθον αβλαβείς» ο τύραννος πρόσταξε να τους αποκεφαλίσουν.
Το παράκανε με τα τηγανητά κι είπε να ρίξει καναδυό αγίους στη σχάρα.
Ο Ιουλιανός κρέμασε κατακέφαλα τους ομολογητές Ευγένιο και Μακάριο (19 Φεβρουαρίου) για να καπνίζονται ώρες πολλές (σαν τις ρέγγες) «υποκάτω με κόπρον».
Έπειτα τους έστρωσε πάνω σε πυρωμένη εσχάρα και κατόπιν τους έβαλε σίδερα βαριά σε όλα τα μέλη του σώματός τους και τους εξόρισε στην Μαυριτανία.
Εκείνοι ήταν μέσα στη χαρά διότι εξορίζοντο υπέρ του Χριστού και έψαλλον αγαλλώμενοι μέχρι που έφθασαν στη Μαυριτανία και ανέβηκαν σ’ έναν τόπο υψηλό όπου ζούσαν μόνοι.
Τότε οι εγχώριοι τους είπαν τρομαγμένοι να φύγουν γιατί στην περιοχή κατοικεί ένας φοβερός και «φθοροποιός» δράκων μέσα σ’ ένα σπήλαιο και οι μάρτυρες γονάτισαν «προσευχήθηκαν και, ω του θαύματος! παρευθύς ήλθε κεραυνός από τον ουρανό και κατέκαυσε τον δράκοντα, ο οποίος επήδησε δια να φύγη, αλλά δεν εδυνήθη· κατεκαύθη λοιπόν και αυτό το χώμα της γης ομού με τον δράκοντα και ο αήρ όλος εγέμισεν από δηλητήριον».
Όλα τα καθωσπρέπει παραμύθια έχουν κι έναν δράκο!
Ο όσιος πατέρας Ιουλιανός (18 Οκτωβρίου) (μην τον συγχέουμε με το «τομάρι» τον αυτοκράτορα· απλή συνωνυμία) ζούσε σ’ ένα σπήλαιο στον Ευφράτη ποταμό. Ο όσιος αυτός είχε στο βιογραφικό του μια θανάτωση δράκοντος «δια του σημείου του τιμίου σταυρού» και μίαν ανέγερση εκκλησίας εις την πέτρα εκείνη ακριβώς «εις την οποίαν ο νομοθέτης Μωυσής είδε τον Θεόν».
Τώρα πως τα κατάφερε σ’ ένα βουνό γεμάτο πέτρες να ξεχωρίσει εκείνη την συγκεκριμένη, αυτό είναι άλλο θέμα.
«Αλλά και όταν ο δυσεβής Ιουλιανός επήγε εις την Περσίαν, πολλοί φοβούμενοι μήπως γυρίσει από εκεί και πάλιν πολεμήσει την εκκλησίαν του Χριστού ο αλιτήριος, επρόσταξαν εις τον όσιον τούτον και παρεκάλεσαν αυτόν να τους λυτρώση δια των προσευχών του από τας κακοτεχνίας εκείνου. Υπακούσας λοιπόν ο αοίδημος (θαυμάσιος) εξέτεινε την προσευχήν του εις δέκα ημέρας».
Τότε άκουσε θεία φωνή από τον ουρανό που τον διαβεβαίωνε ότι «ο άγριος χοίρος του αμπελώνος Χριστού, ο μιαρός και δυσεβής Ιουλιανός κατ’ αυτήν την ώραν αποσφάττεται (σφαγιάζεται) όχι μόνον δια σε, αλλά και δια τας αγρυπνίας και παρακλήσεις πολλών αγίων αδελφών». Εμμέσως παραδέχονται ότι αυτοί τον σκότωσαν.
Μαλιστα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός στο έργο του Περί Εικόνων, Λογος Α, 60 αποκαλύπτει τον δολοφόνο του Ιουλιανού, τον Μερκούριο καθώς περιγράφει μια θαυμαστή εικόνα της Θεοτόκου «στην οποία ήταν ζωγραφισμένη και η μορφή του αείμνηστου μάρτυρα Μερκουρίου· παρουσιάστηκε ζητώντας τον θάνατο του άθεου και αποστάτη τυράννου Ιουλιανού. Την αποκάλυψη γι’ αυτό το αίτημα την δέχθηκε από την εικόνα αυτή· γιατί έβλεπε για λίγο το μάρτυρα να χάνεται από την εικόνα και ύστερα από λίγο να κρατάει το δόρυ ματωμένο».
Ο μοναδικός ιστορικά πραγματικός χριστιανός «μάρτυρας υπήρξε ο επίσκοπος Αρεθουσίων Μαρκος, ένας φανατισμένος ανθέλληνας που είχε προκαλέσει καταστροφές σε Ελληνικό Ιερό. Παρά το κακούργημά του η τιμωρία του περιορίστηκε σε διαπόμπευση και άγριο ξυλοδαρμό από το πλήθος.
Μην ζητάτε ιστορική ακρίβεια από το συναξάρι που ακολουθεί· τα συναξάρια κάνουν προπαγάνδα, δεν γράφουν ιστορία.
Τον άγιο Μαρκο (29 Μαρτίου) ο Ιουλιανός πρώτα του έδωσε πολλούς ραβδισμούς και κατόπιν τον έριξε σε «χανδάκια βρωμερά». Στη συνέχεια τον παρέδωσε στα παιδιά για να τον κεντήσουν με βελόνες (δεν γνωρίζω γιατί και πως, αλλά σε όσα συναξάρια ο άγιος πρέπει να κεντηθεί με βελόνες, το έργο αυτό αναλαμβάνουν κάποια παιδιά). Κατόπιν, ο Ιουλιανός πάντα, έκανε «γάρο», δηλαδή άλμη και έβρεξε όλο το σώμα του αγίου. Ύστερα τον άλειψε με μέλι και τον κρέμασε με σχοινιά το μεσημέρι στον ήλιο, τροφή για τις μέλισσες και τις σφήκες.
Μαρινάρει τον άγιο στην άλμη, αφού πρώτα τον χτυπά για να μαλακώσει και τον τρυπά να φθάσει η άλμη παντού. Κατόπιν τον αλείφει με μέλι και τέλος τον απλώνει στον ήλιο να ξεραθεί. Παράξενη γεύση θα ’χει, αλλά έτσι είναι οι στυγεροί αυτοκράτορες· σου ’χουνε κάτι γούστα!
Το συναξάρι του ιερομάρτυρος Θεοδωρήτου (3 Μαρτίου) παρουσιάζει τον θείο του Ιουλιανού, Ιουλιανό και αυτόν, που όχι μόνον είναι συνώνυμος αλλά και δυσεβής, παραβάτης, ακάθαρτος και θεομίσητος τύραννος, ακριβώς σαν τον ανηψιό του – μη σου πω και χειρότερος.
Αυτός άλλη δουλειά δεν έκανε από το να βιάζει τους ανθρώπους να θυσιάσουν στα είδωλα κι όποιον δεν θυσίαζε τον βασάνιζε ποικιλοτρόπως.
Ο Θεοδώρητος όμως είπε προφητικά στον ασεβή θείο του Ιουλιανού: «Συ δυσεβέστατε και αθλιώτατε όλων των ανθρώπων, μετ’ ολίγας ημέρας θα μασήσης όλα σου τα εντόσθια και εκ τούτου θα απορρίψης βιαίως την μιαράν σου ψυχήν εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως, ο δε πλέον ασεβέστατος σου τύραννος Ιουλιανός ο ανεψιός σου, αυτός, λέγω, εις την γην της Περσίας θα κεντηθή με ουράνιον λόγχην και θα ριφθή εις την γέενναν του πυρός και πλέον δεν θα επιστρέψη».
Και τα λόγια αυτά επαληθεύθηκαν. «Διότι, καθώς προείπεν ο άγιος και οι δύο Ιουλιανοί, ο κακός θείος και ο κάκιστος ανεψιός, κακώς οι κακοί εξέψυξαν (ξεψύχησαν) και παρεδόθησαν αι ψυχαί των εις τας τιμωρίας του άδου».
Για τον άνθρωπο αυτόν ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός γράφει: «Ποιά αρετή λείπει από τα προτερήματά σου; Η εύνοια, η πίστη, η αλήθεια και πάνω απ’ όλες εκείνη που όταν δεν υπάρχει, οι άλλες δεν αξίζουν τίποτε, η φρόνηση, με όλα τα επακόλουθά της, την οξυδέρκεια, την ευφυΐα και τη σωστή γνώμη» (Επιστολή προς τον θείον Ιουλιανόν).
Οι χριστιανοί μισούν τον Ιουλιανό, μισούν ο,τι έχει σχέση μ’ αυτόν, μισούν τον θείο του, μισούν ακόμη και τον τάφο του. Γράφει ο Γρηγόριος:
Εκεί (στην Ταρσό) ανηγέρθη προς χάριν του τέμενος άτιμον και τάφος βέβηλος και ναός βδελυκτός και ανάξιος να ιδωθή από τα μάτια των ευσεβών (Λόγος Β, 18).
Από κοντά και τα συναξάρια: «Ο παράνομος Ιουλιανός με πικρόν και επονείδιστον θάνατον απέρριψεν την μιαράν του ψυχήν εις την χώραν των Περσών» (Τόμος Β, σελ. 181).
Το μόνο ειλικρινές συναίσθημα στον χριστιανισμό είναι το μίσος. Αν δεν κατανοήσουμε σε βάθος το χριστιανικό μίσος –το κληρονομημένο αυτό σύμπλεγμα κατωτερότητος εναντίον όλων των άλλων– δεν θα καταφέρουμε να αντιληφθούμε πλήρως τον χριστιανισμό.
Ο χριστιανός υπάρχει για να μισεί και υπάρχει ακριβώς επειδή μισεί. Η χριστιανική αγάπη είναι μια λέξη κενή περιεχομένου και αποτελεί ένα παραπέτασμα πίσω από το οποίο κρύβουν τα μαχαίρια τους.
Ο Ιουλιανός περιφρόνησε τα χριστιανικά δόγματα όχι μόνον διότι τα θεώρησε απείρως κατώτερα όταν τα συνέκρινε με τις Ελληνικές αξίες, αλλά και διότι γνώρισε τι σημαίνει «χριστιανική αγάπη» στην πράξη.
Οι διώκτες και σφαγείς του πατέρα του, του αδελφού του Γάλλου και όλων των συγγενών του ήταν χριστιανοί. Ο κατηχητής του στον χριστιανισμό υπήρξε ο Ευσέβιος, ο Επίσκοπος Νικομηδείας, που πρωτοστάτησε στην Α Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας.
Επιπλέον ο Ιουλιανός έβλεπε γύρω του τους «αντιπροσώπους του Θεού» να είναι διχασμένοι σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, τους Αρειανούς και τους Ορθοδόξους, που καταδίωκαν λυσσαλέα τους ετερόδοξους σε έναν ανελέητο κυκεώνα από εξορίες, φόνους, στάσεις, διωγμούς.
Είναι ψέμα ότι ο Ιουλιανός κατεδίωξε τους χριστιανούς. Δεν έκλεισε καμμιά χριστιανική εκκλησία. Θεσμοθέτησε την απόλυτη ανεξιθρησκεία. Δεν άνοιξε εκ νέου μόνο τα ιερά των Ελλήνων αλλά ανεκάλεσε όλα τα διδάγματα που είχαν εκδώσει οι Αρειανιστές εις βάρος των Ορθοδόξων. Ανεκάλεσε τους εξορισθέντες επισκόπους και τους απέδωσε τις δημευθείσες περιουσίες τους (Σωκράτους «Ιστορία» ΙΙΙ 1, 48).
Είναι ψέμα ότι βεβήλωσε χριστιανικούς τάφους. Με διαταγή του μεταφέρθηκαν χριστιανικά λείψανα που είχαν ταφεί επίτηδες εκεί για να βεβηλώσουν τα Ελληνικά ιερά: Στους Δελφούς δίπλα στην Κασταλία, στο Μαντείο του Διδυμαίου Απόλλωνος, στο ιερό της Δάφνης στη Συρία και αλλού.
Στόχος του Ιουλιανού δεν ήταν η προσβολή της θρησκείας των Γαλιλαίων, απλώς αυτή ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την επαναλειτουργία των Μαντείων, αφού ήταν γνωστή η απαγόρευση του Απόλλωνος σχετικά με την παρουσία λειψάνων στους ιερούς του τόπους.
Για παράδειγμα, ο Απόλλων είχε δώσει εντολή καθαρμού της Δήλου από τους νεκρούς και δύο φορές μεταφέρθηκαν τα οστά των νεκρών στο γειτονικό νησί Ρήνεια.
Είναι ψέμα ο τελευταίος χρησμός του Μαντείου των Δελφών, αποκύημα της φαντασίας του χρονογράφου Κεδρηνού, που το πήραν οι χριστιανοί και το άλειψαν βούτυρο στο ψωμί τους. Ωστόσο μέσα στην άμετρη χαιρεκακία τους παραδέχθηκαν ότι το Μαντείο του Απόλλωνος εξέδωσε τουλάχιστον έναν αληθινό χρησμό, άρα ήταν αληθινό μαντείο.
Είναι ψέμα πως ο Ιουλιανός απαγόρευσε στα παιδιά των χριστιανών να μελετούν τους Έλληνες συγγραφείς. Έγραψε:
«Δεν απαγορεύω την είσοδο στα σχολεία στους νέους που θέλουν να πηγαίνουν σ’ αυτά. Πραγματικά δεν θα ήταν ούτε φυσικό, ούτε λογικό να κλείνουμε τον καλό δρόμο σε παιδιά που δεν ξέρουν ακόμη ποιόν δρόμο ν’ ακολουθήσουν. Πρέπει να διαφωτίζουμε τους ανθρώπους που παραλογίζονται, όχι να τους τιμωρούμε».
Είναι ψέμα ότι ο Ιουλιανός πριν πεθάνει αναφώνησε «Νενίκηκάς με Ναζωραίε» και ο εφευρέτης του ψέματος αυτού είναι ο Θεοδώρητος. Ο Ιουλιανός περιφρονούσε τον Ιησού. Διαβάστε τι γράφει γι’ αυτόν στο «Κατά Γαλιλαίων» (191 Ε):
«Κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν κατόρθωσε τίποτε άξιο να ακουστεί, εκτός αν κάποιος θεωρεί ότι η θεραπεία χωλών και τυφλών η ο εξορκισμός αυτών που κατέχονταν από τους δαίμονες στα χωριά της Βηθσαιδά και της Βηθανίας είναι από τα σπουδαιότερα κατορθώματα».
Ο Ιουλιανός δεν θεωρεί τον Ιησού τίποτε το αξιόλογο ώστε να τον κατατάξει ανάμεσα στους εχθρούς του.
Ένα φυσιολογικό μυαλό δεν μπορεί να εφεύρει τόσα πολλά ψέματα. Η ψυχολογία σήμερα καταδεικνύει πως το ψέμα και γενικά η παραποίηση της αλήθειας όταν χρησιμοποιείται από έναν ενήλικο συνιστά ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα.
Φυσικά δεν αναφέρομαι στα ψέματα που είναι αναγκασμένος καθένας από μας να πει για λόγους επαγγελματικούς η για να βγει από μια δύσκολη περίσταση. Δεν είναι παράλογο να λέει κανείς ψέματα στους άλλους· αναγνωρίζει ότι είναι ψέματα και πως τα χρησιμοποιεί για το όφελός του.
Στα συναξάρια όμως συναντούμε μια συστηματική και υπέρ του δέοντος παραποίηση της αλήθειας που εντάσσεται στον χώρο της ψυχιατρικής. Πράγματι υπάρχει ένας κατάλογος από τυπικές περιπτώσεις φρενοβλάβειας κατά τις οποίες παραποιείται η αλήθεια ακουσίως.
Οι άνθρωποι λοιπόν που δημιουργούν ολόκληρες σκηνές φανταστικές, θεωρούν ως γεγονότα τα αποκυήματα της φαντασίας τους η τις υποθέσεις που κάνουν είναι αυτοί που πάσχουν από μυθομανία, αυτοί που πάσχουν από ηθική παράνοια, ψεύδονται δηλαδή διαρκώς, οι έκφυλοι και μελαγχολικοί αυτοκατηγορούμενοι, αυτοί που πάσχουν από παραλήρημα καταδίωξης, όσοι βρίσκονται σε διέγερση μανική, οι σχιζοφενείς και οι υστερικοί.
Στα 32 του χρόνια ο Ιουλιανός πέφτει στην Περσία δολοφονημένος πισώπλατα από κάποιον χριστιανό συνωμότη που ο Σωζομενός επαινεί επειδή «για την αγάπη του Θεού και της θρησκείας εξετέλεσε μια τόσο γενναία πράξη».
Για την «αγάπη» του Ιεχωβά έχασε η Αυτοκρατορία έναν θαυμάσιο αυτοκράτορα που εκτός των άλλων αποδείχθηκε καλός στρατηγός στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλατία αλλά και αλλού. Αλλά τους ανθρώπους αυτούς δεν τους ενδιαφέρουν οι επίγειες πατρίδες. Μόνον η ουράνια Σιών.
Ο θάνατος του Ιουλιανού, διηγείται ο Θεοδώρητος, χαροποίησε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο τόσο, ώστε στάθηκε ικανός να κάνει ακόμη και τον «άγιο» Σάββα της Συρίας να χαμογελάσει, εκείνον που υπήρξε αγέλαστος για ολόκληρη τη ζωή του. Ο καλός χριστιανός έτσι χαίρεται· όταν εξολοθρεύεται κάθε ετερόδοξος.
Σήμερα οφείλουμε να αποκαταστήσουμε τη μνήμη του που κηλιδώθηκε μετά από τόσους αιώνες ύβρεων. Για μας δεν έχει κάνει καμμιά «παράβαση» ούτε «αποστασία» και με τις ενέργειές μας πρέπει να εξαλείψουμε κάθε ύβρι από το πρόσωπό του.
Για μας τους Έλληνες είναι ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός, ο Εστεμμένος Φιλόσοφος και οφείλουμε να διδάξουμε στα παιδιά μας ποιός πραγματικά υπήρξε και να μην ξεχάσουμε ποτέ την ατιμωτική του δολοφονία, τιμώντας τη μνήμη του κάθε χρόνο στις 26 Ιουνίου.